λυροκτύπος

λυροκτύπος
λυροκτύπος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυρόκτυπος — και λυροκτύπος, ον (Α) 1. αυτός που παίζει λύρα 2. (για τη χορδή τού τόξου) αυτός που ηχεί σαν λύρα 3. (για άσμα) αυτός που παίζεται με συνοδεία λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] …   Dictionary of Greek

  • λυροκτύπον — λυροκτύπος masc/fem acc sg λυροκτύπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυροκτύπου — λυρόκτυπος striking the lyre masc/fem/neut gen sg λυροκτύπος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυροκτύπῳ — λυρόκτυπος striking the lyre masc/fem/neut dat sg λυροκτύπος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • λυροκτυπία — λυροκτυπία, ιων. τ. λυροκτυπίη, ἡ (Α) [λυρόκτυπος] το παίξιμο τής λύρας …   Dictionary of Greek

  • λυροκτυπώ — λυροκτυπῶ, έω (Α) [λυρόκτυπος] παίζω λύρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”